- ἔγχυτον
- ἔγχυτοςpoured inmasc/fem acc sgἔγχυτοςpoured inneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έγχυτος — ἔγχυτος, ον (Α) 1. ο χυμένος μέσα σε κάτι 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγχυτος γλύκισμα που χύθηκε σε ένα σχήμα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγχυτον α) έγχυση β) έγχυμα … Dictionary of Greek